- ῥύπανσις
ῥύπανσις, ἡ, das Beschmutzen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥύπανσις, ἡ, das Beschmutzen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρύπανση — η / ῥύπανσις, άνσεως, ΝΜ [ῥυπαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρυπαίνω, το να γίνεται ένα καθαρό πράγμα ρυπαρό, βρόμικο, το λέρωμα νεοελλ. φρ. α) «ρύπανση τού περιβάλλοντος» οικολ. εισαγωγή ή διασπορά στο περιβάλλον κάθε ουσίας ή ενέργειας,… … Dictionary of Greek