- παιωνίς
παιωνίς, ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τέχνη, Arzneikunst, Sp., wie S. Emp. adv. gramm. 51. So heißen auch die Nymphen, Orph. H. 50, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιωνίς, ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τέχνη, Arzneikunst, Sp., wie S. Emp. adv. gramm. 51. So heißen auch die Nymphen, Orph. H. 50, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιωνίς — παιωνίς, ἡ (Α) (ανώμ. τ.) βλ. παιώνιος … Dictionary of Greek
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek