ῥωμαλεότης

ῥωμαλεότης

ῥωμαλεότης, ητος, ἡ, Leibesstärke, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρωμαλεότητα — η / ῥωμαλεότης, ητος, ΝΜΑ [ῥωμαλέος] η ιδιότητα τού ρωμαλέου, η ύπαρξη σωματικής ρώμης, δύναμης και αντοχής, ευρωστία νεοελλ. μτφ. εξαιρετική δύναμη, εξαιρετική ικανότητα («ρωμαλεότητα τού πνεύματος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”