- ῥωτακισμός
ῥωτακισμός, ὁ, der Gebrauch od. Mißbrauch des ῥ, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥωτακισμός, ὁ, der Gebrauch od. Mißbrauch des ῥ, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρωτακισμός — (Ιατρ.). Διαταραχή του λόγου εξαιτίας μερικού τραυλισμού, που έχει ως συνέπεια την προφορά του ρ ως γ. Στην ελληνική γλώσσα, όπου το ρ έχει αδρή προφορά, ο ρ. είναι έκδηλος στους ενήλικες. Στην παιδική ηλικία, οπότε το ρ προφέρεται τελευταίο από… … Dictionary of Greek
ρωτακισμός — ο το να ρωτακίζει κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
ητακισμός — ο η προφορά τού γράμματος ήτα ως ēta (ανοικτού μακρού ε και όχι ως ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < etacismus < eta, προφορά τού η ως μακρού ε κατά την ερασμική θεωρία (πρβλ. ιωτακισμός, ρωτακισμός, τσιτακισμός)] … Dictionary of Greek
ψικισμός — ο, Ν μερικός τραυλισμός κατά την προφορά τού ψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψι, κατά τα ρωτακισμός, ιωτακισμός] … Dictionary of Greek
Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… … Dictionary of Greek