- ῥωπάς
ῥωπάς, άδος, ἡ, = ῥώψ; ὑπὸ ῥωπάσιν, Opp. Cyn. 4, 393, v. l. ῥωγάσιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥωπάς, άδος, ἡ, = ῥώψ; ὑπὸ ῥωπάσιν, Opp. Cyn. 4, 393, v. l. ῥωγάσιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥωπάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωπάς — άδος, ἡ, Α ῥώψ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο + επίθημα άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] … Dictionary of Greek
ῥῶπας — ῥώψ shrub fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek