ῥυάς

ῥυάς

ῥυάς, άδος, im Fluß, flüssig, fließend, rinnend; dah. ein Fehler der Augen, das Thränen, Triefen derselben, Medic.; – auch weichlich, schwammig, Ggstz des Derben, Festen, σώματος ῥυάδος γενομένου, Arist. partt. anim. 3, 5. – Von den Haaren, ausfallend, ausgehend, auch von einer Rebe, ἄμπελος, welche die Trauben abfallen läßt, Geop. – Οἱ ῥυάδες sind Fische, Strömlinge, welche schaarenweise mit dem Strome des Meeres ziehen, wie die Heringe, Arist. H. A. 4, 8 u. öfter. Ael. H. A. 9, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥυάς — fluid fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυά — ῥυάς fluid fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυάδα — ῥυάς fluid fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυάδας — ῥυάς fluid fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυάδες — ῥυάς fluid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυάδος — ῥυάς fluid fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυάδων — ῥυάς fluid fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυάσι — ῥυάς fluid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυάδα — η / ῥυάς, άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια τού τριχωτού τής κεφαλής, τριχόπτωση β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών …   Dictionary of Greek

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

  • ροάς — άδος, ἡ, Α (σχετικά με νόσο τών αμπελιών) πτώση τών καρπών, πτώση τών ρωγών. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί ῥυάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”