- ῥυθμο-ειδής
ῥυθμο-ειδής, ές, dem Zeitmaaß, Takt ähnlich, etwas rhythmisch, D. Hal. de Isae. 2 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυθμο-ειδής, ές, dem Zeitmaaß, Takt ähnlich, etwas rhythmisch, D. Hal. de Isae. 2 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωθοειδής — ές φρ. «κλωθοειδής καμπύλη» τεχνολ. καμπύλη προοδευτικής σύνδεσης μιας ευθύγραμμης διαδρομής με μια άλλη κυκλική διαδρομή, καμπύλη η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι, αν διατρέχεται με σταθερή ταχύτητα, η γωνία κλίσης τών τροχών τού… … Dictionary of Greek
κορινθοειδής — κορινθοειδής, ές (Α) επιγρ. ο κατασκευασμένος κατά τον κορινθιακό ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Κόρινθος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
μετροειδής — μετροειδής, ές (Α) όμοιος με μέτρο ή ρυθμό, μετρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + ειδής*] … Dictionary of Greek
ρυθμοειδής — ές, Α αυτός που έχει ρυθμό, ρυθμικός («ῥυθμοειδὴς περίοδος», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυθμός + ειδής*] … Dictionary of Greek