- ῥυ-ηφενής
ῥυ-ηφενής, ές, überflüssig reich (ῥυῆναι – ἄφενος), wohlhabend, ῥυηφενέων πέδον ἀνδρῶν, D. Per. 337.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυ-ηφενής, ές, überflüssig reich (ῥυῆναι – ἄφενος), wohlhabend, ῥυηφενέων πέδον ἀνδρῶν, D. Per. 337.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυηφενής — ές, Α αυτός που έχει άφθονο, ρέοντα πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* + ἄφενος (το) «πλούτος, περιουσία» (πρβλ. εὔ ηφενής)] … Dictionary of Greek