- ῥυμβών
ῥυμβών, όνος, ἡ, 1) = ῥύμβος, ῥόμβος. – 2) die kreisförmige Bewegung, Ap. Rh. 4, 144, Umwälzung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυμβών, όνος, ἡ, 1) = ῥύμβος, ῥόμβος. – 2) die kreisförmige Bewegung, Ap. Rh. 4, 144, Umwälzung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυμβών — όνος, ἡ, Α (για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα ών, όνος (πρβλ. ἀγκ ών)] … Dictionary of Greek
ῥύμβων — ῥόμβος bull roarer masc gen pl ῥύμβος bull roarer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυμβονώ — και ῥεμβονῶ, άω, Α 1. περιστρέφω και εκσφεδονίζω, ρίχνω κάτι μακριά με δύναμη και ορμή 2. μτφ. κατασπαταλώ, καταξοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυμβών, όνος. Το ε τού τ. ῥεμβονῶ κατά τον φωνηεντισμό τού ῥέμβομαι] … Dictionary of Greek