- ῥυαδικός
ῥυαδικός, flußartig, πάϑος, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυαδικός, flußartig, πάϑος, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυαδικός — ή, όν, Α [ῥυάς, άδος] 1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια 2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων 3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών … Dictionary of Greek
ῥυαδικῶν — ῥυαδικός like diarrhoea fem gen pl ῥυαδικός like diarrhoea masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυαδικόν — ῥυαδικός like diarrhoea masc acc sg ῥυαδικός like diarrhoea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυαδικοί — ῥυαδικός like diarrhoea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυαδικούς — ῥυαδικός like diarrhoea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)