- ῥυκανίζω
ῥυκανίζω, = ῥυκανάω, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυκανίζω, = ῥυκανάω, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυκανίζω — ῥυκανίζω ΝΜΑ βλ. ροκανίζω … Dictionary of Greek
ροκανίζω — ῥυκανίζω, ΝΜΑ, και ρουκανίζω Ν, και ῥακανίζω Μ [ῥυκάνη / ροκάνα] λειαίνω ξύλο με το ροκάνι, πλανιάρω νεοελλ. 1. τρώω ή μασώ κάτι σκληρό («ροκανίζω το παξιμάδι») 2. μτφ. α) κατατρώγω, σπαταλώ («τού ροκάνισε όλη την περιουσία») β) κάνω διάρρηξη με… … Dictionary of Greek
ροκάνισμα — το / ῥυκάνισμα, ΝΜΑ, και ρουκάνισμα Ν [ῥυκανίζω / ροκανίζω] το αποτέλεσμα του ροκανίζω, η λείανση ξύλου με ροκάνι, το πλανιάρισμα νεοελλ. 1. θορυβώδης μάσηση 2. συν. στον πληθ. τα ροκανίσματα και ρυκανίσματα τα ροκανίδια 3. φρ. «το ροκάνισμα τού… … Dictionary of Greek
ροκανιστικός — και ρυκανιστικός, ή, ό, Ν [ροκανίζω / ρυκανίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ροκάνισμα 2. κατάλληλος για ροκάνισμα («ροκανιστικό εργαλείο») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροκανιστικά και ρυκανιστικά η αμοιβή τού ροκανιστή, τα πλανιστικά … Dictionary of Greek
ρυκάνιση — η / ῥυκάνησις ήσεως, ΝΜΑ, και ρυκάνηση Ν, και ῥυχάνησις Α το ροκάνισμα, το πλάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυκάνιση < ῥυκανίζω, ενώ ο τ. ῥυκάνησις < αμάρτυρο, στην αρχαία, ρ. *ῥυκανῶ] … Dictionary of Greek