- ῥυγχίον
ῥυγχίον, τό, dim. von ῥύγχος, Ar. Ach. 709; Theophil. com. bei Ath. III, 95 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυγχίον, τό, dim. von ῥύγχος, Ar. Ach. 709; Theophil. com. bei Ath. III, 95 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυγχίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυγχία — ῥυγχίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυγχίο — το / ῥυγχίον, ΝΜΑ [ῥύγχος] νεοελλ. ένας από τους τρεις λοβούς τού στίγματος τών στημόνων τών ορχεοειδών μσν. αρχ. μικρό ρύγχος … Dictionary of Greek
ρυγχιάζω — Α [ῥύγχος / ῥυγχίον] (κατά τον Ησύχ.) «ῥογχάζω, ῥέγχω» … Dictionary of Greek