ῥυτίδωμα

ῥυτίδωμα

ῥυτίδωμα, τό, das Gerunzelte, runzliger Körper, Schol. Ar. Plut. 1051.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρυτίδωμα — ρυτίδωμα, το και ρυτίδωση, η το ζάρωμα, το σούφρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρυτίδωμα — ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ [ῥυτιδῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμα νεοελλ. βοτ. το ξηρόφλοιο …   Dictionary of Greek

  • ῥυτιδωμάτων — ῥυτίδωμα wrinkle neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτιδώματα — ῥυτίδωμα wrinkle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδρα — η [αδρός] απαλό, ανεπαίσθητο ρυτίδωμα τής θάλασσας (προκαλείται από τα σκιρτήματα τών ψαριών που κινούνται μέσα σ αυτήν) …   Dictionary of Greek

  • ξηρόφλοιος — ο (Μ ξηρόφλοιος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξηρόφλοιος και το ξηρόφλοιο βοτ. το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο τμήμα τού φλοιού τών φυτών, αλλ. ρυτίδωμα μσν. (για φυτό) αυτός που έχει ξηρό φλοιό …   Dictionary of Greek

  • ρυτίδωση — η / ῥυτίδωσις, ώσεως, ΝΑ [ῥυτιδῶ] σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία τού δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”