παιφάσσω

παιφάσσω

παιφάσσω, reduplleirte Form von ΦΑΩ, schnell, wild umherblicken, παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν Il. 2, 450, u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1442 παίφασσε δὲ τόνδ' ἀνὰ χῶρον ὕδωρ ἐξερέων; bei Hippocr. = wahnsinnig blicken, wahnsinnig sein; Sp. sich schnell, ungestüm bewegen, zucken, zappeln, καὶ ἀσπαίρω, Opp. Cyn. 2, 250, vgl. Hal. 2, 288, von einem gefangenen Fische.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιφάσσω — dart pres subj act 1st sg παιφάσσω dart pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσω — (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι 2. σείομαι 3. κινώ κάτι βίαια, σείω. [ΕΤΥΜΟΛ. P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό (πρβλ. μαι μάω). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα… …   Dictionary of Greek

  • παιφάσσοντα — παιφάσσω dart pres part act neut nom/voc/acc pl παιφάσσω dart pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσουσι — παιφάσσω dart pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιφάσσω dart pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίφασσε — παιφάσσω dart pres imperat act 2nd sg παιφάσσω dart imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσειν — παιφάσσω dart pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσοντες — παιφάσσω dart pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσουσα — παιφάσσω dart pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσουσαν — παιφάσσω dart pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοφάσσω — ἀλλοφάσω (Α) παραπαίω, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. τής λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» πρβλ. και ἀλλό φρων). Για το β συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ …   Dictionary of Greek

  • περιπαιφάσσω — Α ρίχνω άγρια βλέμματα τριγύρω («παρδάλιες λιμῷ περιπαιφάσσοντες», Κόιντ). [ΕΤΥΜΟΛ. <περι * + παιφάσσω «εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”