ρύτωρ — (I) ορος, ὁ, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.) 2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» ο αστερισμός τού τοξότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μηνύ τωρ,… … Dictionary of Greek
ῥύτωρ — ῥύ̱τωρ , ῥύτωρ one who draws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Reiter (1), der — 1. Der Reiter, des s, plur. ut nom. sing. ein nur in dem Ausdrucke Spanische oder Friesische Reiter übliches Wort, gewisse große sechseckige Balken im Kriegswesen zu bezeichnen, durch welche mit spitzigen Eisen beschlagene Stäbe gesteckt werden,… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ῥύτορα — ῥύ̱τορα , ῥύτωρ one who draws masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύτορας — ῥύ̱τορας , ῥύτωρ one who draws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύτορες — ῥύ̱τορες , ῥύτωρ one who draws masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύτορι — ῥύ̱τορι , ῥύτωρ one who draws masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)