- ῥυσί-πολις
ῥυσί-πολις, ὁ, ἡ, Retter, Erhalter, Befreier der Stadt; ῥυσίπολις γενοῦ Παλλάς, Aesch. Spt. 121; Δαναῶν, Ep. ad. (IX, 485).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυσί-πολις, ὁ, ἡ, Retter, Erhalter, Befreier der Stadt; ῥυσίπολις γενοῦ Παλλάς, Aesch. Spt. 121; Δαναῶν, Ep. ad. (IX, 485).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυσίπολις — και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, εως, ὁ, ἡ, Α (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς αλλά και τού Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας τής πόλης («ῥυσίπολις γενοῡ Παλλάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω»… … Dictionary of Greek