- ῥυστακτύς
ῥυστακτύς, ἡ, das gewaltsame Ziehen, Hin- und Herzerren, Schleppen, übh. gewaltsame, schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, Od. 18, 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυστακτύς, ἡ, das gewaltsame Ziehen, Hin- und Herzerren, Schleppen, übh. gewaltsame, schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, Od. 18, 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυστακτύς — ῥυστακτύ̱ς , ῥυστακτύς dragging about fem acc pl ῥυστακτύς dragging about fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυστακτύς — ύος, ἡ, Α 1. βίαιη έλξη 2. κακή μεταχείριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυστάζω + επίθημα τύς (πρβλ. πλαγκ τύς)] … Dictionary of Greek
ῥυστακτύν — ῥυστακτύς dragging about fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυστακτύος — ῥυστακτύς dragging about fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek