πνευμάτιος

πνευμάτιος

πνευμάτιος, auch zweier Endgn, windig, dem Winde ausgesetzt, Wind bringend, Arat. Dios. 53.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνευμάτιος — ον, Α [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πνευμάτιον α) σύντομη ζωή β) μικρή, ελαφριά αναπνοή γ) το ελαφρύ φούσκωμα δ) ελαφριά αύρα …   Dictionary of Greek

  • πνευματίη — πνευμάτιος portending wind fem nom/voc sg (epic ionic) πνευματίας masc voc sg (epic ionic) πνευματιάω pres imperat act 2nd sg (doric) πνευματιάω imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίῃσι — πνευμάτιος portending wind fem dat pl (epic ionic) πνευματίας masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίῃσιν — πνευμάτιος portending wind fem dat pl (epic ionic) πνευματίας masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίας — πνευματίᾱς , πνευμάτιος portending wind fem acc pl πνευματίᾱς , πνευμάτιος portending wind fem gen sg (attic doric aeolic) πνευματίᾱς , πνευματίας masc acc pl πνευματίᾱς , πνευματίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) πνευματίᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμάτιον — a little breath neut nom/voc/acc sg πνευμάτιος portending wind masc acc sg πνευμάτιος portending wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • πνευματίαι — πνευματίᾱͅ , πνευμάτιος portending wind fem dat sg (attic doric aeolic) πνευματίας masc nom/voc pl πνευματίᾱͅ , πνευματίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίαν — πνευματίᾱν , πνευμάτιος portending wind fem acc sg (attic doric aeolic) πνευματίᾱν , πνευματίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) πνευματίας masc acc sg πνευματίᾱν , πνευματιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πνευματίᾱν , πνευματιάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίου — πνευμάτιον a little breath neut gen sg πνευμάτιος portending wind masc/neut gen sg πνευματίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίῳ — πνευμάτιον a little breath neut dat sg πνευμάτιος portending wind masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”