- ῥυπαρο-μέλας
ῥυπαρο-μέλας, αινα, αν, schmutzig schwarz, Ath. IX, 395 d, im fem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυπαρο-μέλας, αινα, αν, schmutzig schwarz, Ath. IX, 395 d, im fem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυπαρομέλας — αινα, αν, Α αυτός που έχει μαύρο και ρυπαρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + μέλας «μαύρος»] … Dictionary of Greek