- ῥυπόεις
ῥυπόεις, εσσα, εν, = ῥυπαρός; f. L, Od. 13, 435; ῥυπόεσσα ὄλπη, Leon. Tar. 10 (VI, 293); ῥυπόεντι πίνῳ πεπαλαγμένον ἔσϑος, Antip. Sid. 61 (XI, 158).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυπόεις, εσσα, εν, = ῥυπαρός; f. L, Od. 13, 435; ῥυπόεσσα ὄλπη, Leon. Tar. 10 (VI, 293); ῥυπόεντι πίνῳ πεπαλαγμένον ἔσϑος, Antip. Sid. 61 (XI, 158).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυπόεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπόεις — εσσα, εν, Α 1. γεμάτος βρομιά, βρομερός, ακάθαρτος 2. (το ουδ.) τὸ ῥυπόεν (κατά τον Ησύχ.) «αἰσχρόν, αἰσχροκερδές». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + όεις*] … Dictionary of Greek
ῥυπόεν — ῥυπόεις masc voc sg ῥυπόεις neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπόεντα — ῥυπόεις neut nom/voc/acc pl ῥυπόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπόεντι — ῥυπόεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπόεσσα — ῥυπόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπόεσσαν — ῥυπόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)