- ῥυπτήρ
ῥυπτήρ, ῆρος, ὁ, der von Schmutz reinigt, der Wäscher, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυπτήρ, ῆρος, ὁ, der von Schmutz reinigt, der Wäscher, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρύπτειρα — ἡ, Α ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα τήρ / τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα] … Dictionary of Greek