- Ἰάζω
Ἰάζω, ionisch sprechen, sich wie ein Ionier benehmen, Hermog. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἰάζω, ionisch sprechen, sich wie ein Ionier benehmen, Hermog. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰάζω — pres subj act 1st sg ἰάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
ιάζω — (I) ἰάζω (Α) [ίον] έχω χρώμα ίου, μενεξέ. (II) ἰάζω (Α) [ιός (ΙV)] (για τη χολή) είμαι πράσινος. (III) ἰάζω (Μ) [ιά (I)] κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω. (IV) ἰάζω (Α) [ιάς] ιωνίζω … Dictionary of Greek
πιτυρ(γ)ιάζω — Ν πάσχω από πιτυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρο + κατάλ. ιάζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αρχ. κατάλ. ιάω / ιώ), πρβλ. ψωρ ιάζω] … Dictionary of Greek
αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] … Dictionary of Greek
ἰασεῦσι — ἰάζω fut part act masc/neut dat pl (doric) ἰάζω fut ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰασθέντα — ἰάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl ἰάζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰασοῦν — ἰάζω fut part act masc voc sg (doric) ἰάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάζει — ἰάζω pres ind mp 2nd sg ἰάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάζοντα — ἰάζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἰάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάζοντι — ἰάζω pres part act masc/neut dat sg ἰάζω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)