πνευμονίας

πνευμονίας

πνευμονίας, , von der Lunge, zur Lunge gehörig, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνευμονίας — πνευμονίᾱς , πνευμονίας of the lungs masc acc pl πνευμονίᾱς , πνευμονίας of the lungs masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμονίας — ὁ, Α αυτός που ανήκει στους πνεύμονες («πνευμονίαι λοβοί», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων, ονος + κατάλ. ίας (πρβλ. πνευματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • πνευμονίαι — πνευμονίας of the lungs masc nom/voc pl πνευμονίᾱͅ , πνευμονίας of the lungs masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμονιᾶν — πνευμονίας of the lungs masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμονίη — πνευμονίας of the lungs masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμονία — πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc nom/voc/acc dual πνευμονίας of the lungs masc voc sg πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc voc sg (attic) πνευμονίᾱ , πνευμονίας of the lungs masc gen sg (doric aeolic) πνευμονίας of the lungs masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλόκοκκος — (diplococcus). Μικρόβιο της ομάδας των κόκκων, του οποίου τα στοιχεία συνδυάζονται ανά δύο (π.χ. δ. της πνευμονίας ή πνευμονόκοκκος, δ. της βλεννόρροιας ή γονόκοκκος, δ. της εγκεφαλονωτιαίας μηνιγγίτιδας ή μηνιγγιτιδόκοκκος κ.ά.). Ο συνδυασμός… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονίαν — πνευμονίᾱν , πνευμονίας of the lungs masc acc sg (attic epic doric aeolic) πνευμονίας of the lungs masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμοκαλλιέργεια — Μέθοδος άμεσης αναζήτησης μικροβίων του αίματος με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό. Για τον σκοπό αυτό αναμειγνύουν το αίμα που πρόκειται να διερευνηθεί με κατάλληλο θρεπτικό υλικό και επιδιώκουν να γίνει επώαση σε συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά …   Dictionary of Greek

  • ερυθρομυκίνη — Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα, που παράγεται βασικά από το μανιτάρι ακτινομύκης ο ερυθρός. Είναι εξαιρετικά δραστική για τα πιο πολλά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια (σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους, πνευμονιόκοκκους κ.ά.) αλλά και για μερικά αρνητικά κατά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”