- ἱέρεια
ἱέρεια, ἡ, die Priesterinn; Ἀϑηναίης Il. 6, 300; Plat. Phaedr. 244 d u. öfter; γυναῖκες ἱέρειαι Posidipp. bei Ath. IX, 377 a. S. das Vor. u. ἱερία, wie das ion. ἱρηΐη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱέρεια, ἡ, die Priesterinn; Ἀϑηναίης Il. 6, 300; Plat. Phaedr. 244 d u. öfter; γυναῖκες ἱέρειαι Posidipp. bei Ath. IX, 377 a. S. das Vor. u. ἱερία, wie das ion. ἱρηΐη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερεία — ἱερείᾱ , ἱέρεια a priestess fem nom/voc/acc dual ἱερείᾱ , ἱερεία sacrifice fem nom/voc/acc dual ἱερείᾱ , ἱερεία sacrifice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείᾳ — ἱερείᾱͅ , ἱέρεια a priestess fem dat sg (attic doric aeolic) ἱερείᾱͅ , ἱερεία sacrifice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερεία — ἱερεία, ἡ (Α) 1. θυσία 2. εορτή 3. ιερατεία 4. το άδυτο τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τον κυπριακό τ. ἰερηFίyα, επίσης θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ. ιέρεια), ο οποίος φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον ιερό τόπο, το άδυτο, παρά την ιέρεια] … Dictionary of Greek
ἱέρεια — a priestess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέρεια — ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία) αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές νεοελλ. «ιέρεια τής τέχνης» διάσημη ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιέρεια — η γυναίκα που ασκεί τα καθήκοντα του ιερέα: Ιέρεια του ναού της Αφροδίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερεῖα — ἱερεῖον victim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείας — ἱερείᾱς , ἱέρεια a priestess fem acc pl ἱερείᾱς , ἱέρεια a priestess fem gen sg (attic doric aeolic) ἱερείᾱς , ἱερεία sacrifice fem acc pl ἱερείᾱς , ἱερεία sacrifice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… … Dictionary of Greek
ἱερειῶν — ἱέρεια a priestess fem gen pl ἱερεία sacrifice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείαις — ἱέρεια a priestess fem dat pl ἱερεία sacrifice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)