- πνευμονίς
πνευμονίς, ίδος, ἡ, att. πλευμ., = πνευμονία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνευμονίς, ίδος, ἡ, att. πλευμ., = πνευμονία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνευμονίς — και πλευμονίς, ίδος, ἡ, Α η περιπνευμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων/πλεύμων, ονος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
πλευμονίς — ίδος, ἡ Α βλ. πνευμονίς … Dictionary of Greek
πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… … Dictionary of Greek