- ἰάμβηλος
ἰάμβηλος, erkl. Hesych. λοιδορητικός, bei Arcad. p. 57, 10 steht ἰαμβύλος; vgl. Lob. path. 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰάμβηλος, erkl. Hesych. λοιδορητικός, bei Arcad. p. 57, 10 steht ἰαμβύλος; vgl. Lob. path. 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαμβύλος — ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α) λοιδορητικός, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. υλος (πρβλ. στρογγ ύλος, στωμ ύλος)] … Dictionary of Greek