ἰάκχα

ἰάκχα

ἰάκχα, , Benennung eines Kranzes in Sicyon, Ath. XV, 678 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιάκχα — ἰάκχα, ἡ (Α) [Ίακχος] στεφάνι με ευώδη άνθη («ἰάκχαν τινὰ καλούμενον οἶδα στέφανον ὑπὸ Σικυωνίων», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”