- ἰάσμη
ἰάσμη, ἡ, u. ἰάσμινον μύρον, τό, ein wohlriechendes Oel bei den Persern, Diosc., etwa Jeminöl?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰάσμη, ἡ, u. ἰάσμινον μύρον, τό, ein wohlriechendes Oel bei den Persern, Diosc., etwa Jeminöl?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιάσμη — ἡ (Α ἰάσμη) 1. το φυτό ίασμος, γιασεμί 2. το ιασμέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως (πρβλ. μσν. περσ. yāsman, νέο περσ. yāsaman, yāsam, yāsamin)] … Dictionary of Greek
ιάσμινος — η, ο (Α ἰάσμινος, ον, θηλ. και Ιασμίνη) [ιάσμη] 1. αυτός που λαμβάνεται από την ιάσμη 2. το ουδ. ως ουσ. το ιάσμινο(ν) το ιασμέλαιο … Dictionary of Greek
ίασμος — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 40 μ., 2.732 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Άποψη της κωμόπολης Ίασμος του νομού Ροδόπης. * * * ὁ δικότυλο αγγειόσπερμο… … Dictionary of Greek
ιασμέλαιο — το (Α ἰασμέλαιον) το αιθέριο έλαιο τού γιασεμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάσμη + έλαιον] … Dictionary of Greek
ՅԱՍՄԻ — ( ) NBH 2 0338 Chronological Sequence: Early classical, 7c ՅԱՍՄԻԿ ՅԱՍՄԻՆ կամ ՅԱՍՄԻ. Նոյն ձայն է եւ յայլ լեզուս. ἱάσμη , ἱάμινον (ʼի ἵον որ է մանուշակ). ՛ jasme, jasminum. իտ. gelsomino. եասէմի, եասըմ եաղը. Տունկ մանրատերեւ՝ երկայն եւ բարակ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՍՄԻԿ — (մկի կամ մկան.) NBH 2 0338 Chronological Sequence: Early classical, 7c ՅԱՍՄԻԿ ՅԱՍՄԻՆ կամ ՅԱՍՄԻ. Նոյն ձայն է եւ յայլ լեզուս. ἱάσμη , ἱάμινον (ʼի ἵον որ է մանուշակ). ՛ jasme, jasminum. իտ. gelsomino. եասէմի, եասըմ եաղը. Տունկ մանրատերեւ՝ երկայն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՍՄԻՆ — ( ) NBH 2 0338 Chronological Sequence: Early classical, 7c ՅԱՍՄԻԿ ՅԱՍՄԻՆ կամ ՅԱՍՄԻ. Նոյն ձայն է եւ յայլ լեզուս. ἱάσμη , ἱάμινον (ʼի ἵον որ է մանուշակ). ՛ jasme, jasminum. իտ. gelsomino. եասէմի, եասըմ եաղը. Տունկ մանրատերեւ՝ երկայն եւ բարակ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)