ἱλᾶς

ἱλᾶς

ἱλᾶς, ᾶντος, = εὐμενής, B. A. 1186.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιλάς — ἱλάς, ᾱντος, ὁ (Α) ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἱλάεις < θ. ἱλα τού ρ. ἱλά σκομαι + κατάλ. εις, (πρβλ. σκι άεις)] …   Dictionary of Greek

  • ἴλας — ἴ̱λᾱς , ἴλη band fem acc pl ἴ̱λᾱς , ἴλη band fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHILOS — Insul. contra Persidem non procul a Casandra. Plin. l. 6. c. 25. Baudrando Insul. sinus Persici, prope Persidem. Scribitur etiam Phylos. Salmas. legi vult Ilas, quam Arrianus in Nearchi navigatione contra Persidem memorat, Ἴλας χῶρος ἵνα λιμὴν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ειληδόν — (I) εἰληδόν και εἰληδά (Α) επίρρ. «κατ ίλας», αθρόα, ομαδικά. (II) εἰληδόν (Α) επίρρ. περίπλοκα …   Dictionary of Greek

  • ιλάεις — ἱλάεις και ἱλᾱς και ιων. τ. ἰλῆς και αιολ. τ. ἰλλάεις (Α) βλ. ίλαος …   Dictionary of Greek

  • ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… …   Dictionary of Greek

  • πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • πρόταγμα — άγματος, τὸ, Α το προπορευόμενο τμήμα, η εμπροσθοφυλακή στρατού, η πρώτη γραμμή μάχης («πρόταγμα δὲ τούτων ἴλας δύο ξυστοφόρων [ἔταξε]», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τάγμα (< τάσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”