- ἰλλίς
ἰλλίς, ίδος, ἡ, fem. zu ἰλλός, Hesych., der es διεστραμμένη erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰλλίς, ίδος, ἡ, fem. zu ἰλλός, Hesych., der es διεστραμμένη erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰλλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek