- ὰλληλο-φθόρος
ὰλληλο-φθόρος, sich einander vernichtend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰλληλο-φθόρος, sich einander vernichtend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υστεροφθόρος — ον, Α (για τις Ερινύες) αυτός που φθείρει, που βλάπτει κάποιον μετά από μια πράξη («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι λοχῶσιν Ἅιδου καὶ θεῶν Ἐρινύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ἀλληλο φθόρος, πολυ φθόρος] … Dictionary of Greek
αλληλοφθόροι — ἀλληλοφθόροι, α (Α) αυτοί που φθείρουν, που καταστρέφουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τύπου *ἀλληλοφθόρος < ἀλληλο * + φθόρος (< φθείρω). ΠΑΡ. αρχ. ἀλληλοφθορία μσν. ἀλληλοφθορῶ] … Dictionary of Greek
ζωοφθορία — (I) ζωοφθορία, ἡ (Α) έκτρωση, αποβολή, άμβλωση, έκτρωμα, εξάμβλωμα, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορια (< φθορος < φθείρω), πρβλ. αλληλο φθορία, οικο φθορία]. (II) ζῳοφθορία, ἡ (Α) διαφθορά ζώων, σαρκική μίξη με ζώα, κτηνοβασία.… … Dictionary of Greek