πνευματίας

πνευματίας

πνευματίας, , keuchend, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνευματίας — πνευματίᾱς , πνευμάτιος portending wind fem acc pl πνευματίᾱς , πνευμάτιος portending wind fem gen sg (attic doric aeolic) πνευματίᾱς , πνευματίας masc acc pl πνευματίᾱς , πνευματίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) πνευματίᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίας — ου, ὁ, ΜΑ αυτός που παράγει αέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. πνευμον ίας)] …   Dictionary of Greek

  • πνευματιῶν — πνευματίας masc gen pl πνευματίζω fan by blowing fut part act masc nom sg (attic epic doric) πνευματιάω pres part act masc voc sg πνευματιάω pres part act neut nom/voc/acc sg πνευματιάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίαι — πνευματίᾱͅ , πνευμάτιος portending wind fem dat sg (attic doric aeolic) πνευματίας masc nom/voc pl πνευματίᾱͅ , πνευματίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίαν — πνευματίᾱν , πνευμάτιος portending wind fem acc sg (attic doric aeolic) πνευματίᾱν , πνευματίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) πνευματίας masc acc sg πνευματίᾱν , πνευματιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πνευματίᾱν , πνευματιάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματιώ — άω, ΜΑ [πνευματίας] βρίσκομαι υπό την κατοχή πνεύματος («γυναῑκα πνευματιῶσαν, πνεύματι πονηρῷ συνεχομένην», Τιμόθ.) …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • πνευματίη — πνευμάτιος portending wind fem nom/voc sg (epic ionic) πνευματίας masc voc sg (epic ionic) πνευματιάω pres imperat act 2nd sg (doric) πνευματιάω imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίου — πνευμάτιον a little breath neut gen sg πνευμάτιος portending wind masc/neut gen sg πνευματίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίῃσι — πνευμάτιος portending wind fem dat pl (epic ionic) πνευματίας masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματίῃσιν — πνευμάτιος portending wind fem dat pl (epic ionic) πνευματίας masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”