- ἰο-δνεφής
ἰο-δνεφής, ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, εἶρος Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. μέλαν, οἱ δὲ πορφυρίζον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰο-δνεφής, ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, εἶρος Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. μέλαν, οἱ δὲ πορφυρίζον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοδνεφής — ἰοδνεφής, ές (Α) αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δνεφής (< αμάρτ. *δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)] … Dictionary of Greek