ἰο-βαφής

ἰο-βαφής

ἰο-βαφής, ές, veilchen-, dunkelfarbig; καὶ πορφυρᾶ ἱμάτια Democr. bei Ath. XII, 525 c; auch vom Meere, II, 42 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαφῆς — βαφεύς a dyer masc nom pl βαφεύς a dyer masc nom/voc pl βαφή dipping fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαφῇς — βάπτω dip aor subj pass 2nd sg βαφή dipping fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάφης — βάπτω dip aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοβαφής — θερμοβαφής, ές (Α) αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής, υγρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοβαφής — ές, Μ βαμμένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαφής (< βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • ευβαφής — εὐβαφής, ές (Α) 1. ο βαμμένος καλά 2. βαμμένος με ωραία χρώματα 3. (για χρώματα φυτών) ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, πολυ βαφής] …   Dictionary of Greek

  • ημιβαφής — ἡμιβαφής, ες (Α) μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοβαφής — θαλασσοθαφής, ές (Α) 1. αυτός που έχει βαπτισθεί σε θαλασσινό νερό 2. αυτός που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, ο αλιπόρφυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βαφής (< βάπτω), πρβλ. ευ βαφής πολυ βαφής] …   Dictionary of Greek

  • ιοβαφής — ές (Α ἰοβαφής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ο ιόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, χρυσο βαφής]· …   Dictionary of Greek

  • καρυοβαφής — καρυοβαφής, ές (Α) ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • καταβαφής — καταβαφής, ές (Μ) τελείως βαμμένος, αλειμμένος, με αλειμμένη επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. ευ βαφής, παρα βαφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”