- ἰθύτης
ἰθύτης, ητος, ἡ, grade Richtung, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰθύτης, ητος, ἡ, grade Richtung, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιθύτης — ἰθύτης, ἡ (Α) ευθύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθυς + κατάλ. της (πρβλ. βαρύτης < βαρύς, ευθύτης < ευθύς)] … Dictionary of Greek
ἰθύτης — straighteness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθύτητα — ἰθύτης straighteness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθύτητες — ἰθύτης straighteness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθύτητι — ἰθύτης straighteness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek