- ἰλυ-ώδης
ἰλυ-ώδης, ες, = ἰλυόεις; Hippocr.; τὸ ῥέον S. Emp. adv. astrol. 75; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰλυ-ώδης, ες, = ἰλυόεις; Hippocr.; τὸ ῥέον S. Emp. adv. astrol. 75; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιλυώδης — ες (ΑΜ ἰλυώδης, ες) γεμάτος ιλύ, λασπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, πο ώδης)] … Dictionary of Greek