- ἰθυ-δίκης
ἰθυ-δίκης, gerade, gerecht richtend, Hes. O. 232, im Ggstz von σκολιαὶ δίκαι, u. Sp., wie Ep. ad. 347 (Plan. 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰθυ-δίκης, gerade, gerecht richtend, Hes. O. 232, im Ggstz von σκολιαὶ δίκαι, u. Sp., wie Ep. ad. 347 (Plan. 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθοδίκας — ὀρθοδίκας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί ὀρθοδίκης) αυτός πάνω στον οποίο στηρίζεται το δίκαιο, ο οποίος ανορθώνει τη δικαιοσύνη («ὀρθοδίκαν γᾱς ὀμφαλόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δικᾱς / δίκης (< δίκη), πρβλ. ιθυ δίκης] … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek