- ἰθυ-τμής
ἰθυ-τμής, ῆτος, grade geschnitten, gradegehend, ἀγυιαί Nonn. D. 5, 282.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰθυ-τμής, ῆτος, grade geschnitten, gradegehend, ἀγυιαί Nonn. D. 5, 282.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτμής — ἡμιτμής ῆτος, ὁ, ἡ (Α) ημιτμήξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμης (< θ. τμη τού τέμνω, πρβλ. παθ. άορ. ε τμή θην), πρβλ. ιθυ τμής, φλεβο τμής] … Dictionary of Greek
φλεβοτμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τετμημένη φλέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + τμής (< θ. τμη τού ρ. τέμνω*, πρβλ. τμη τός), πρβλ. ἡμι τμής, ἰθυ τμής] … Dictionary of Greek