- ἰλυσπαστικὰ
ἰλυσπαστικὰ ζῷα, Arist. H. A. 1, 1, neben πορευτικά u. ἑρπυστικά, von der wurmförmigen Bewegung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰλυσπαστικὰ ζῷα, Arist. H. A. 1, 1, neben πορευτικά u. ἑρπυστικά, von der wurmförmigen Bewegung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰλυσπαστικά — ἰλυσπαστικός of neut nom/voc/acc pl ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc/acc dual ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)