ἰο-τόκος

ἰο-τόκος

ἰο-τόκος, Gift erzeugend, ὀδόντες, aus denen das Gift hervorquillt, Opp. Cyn. 3, 73.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τόκος — childbirth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ПРОЦЕНТЫ —    • Τόκος          (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… …   Реальный словарь классических древностей

  • τόκε — τόκος childbirth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκον — τόκος childbirth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”