- ἰο-πλόκος
ἰο-πλόκος, Veilchen flechtend, so heißt Bacchus, Hymn. Anth. IX, 524, 10, u. Sappho, Alc. bei Hephaest. p. 80, wenn nicht hier ἰόπλοκος zu schreiben, in der Bdtg des Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰο-πλόκος, Veilchen flechtend, so heißt Bacchus, Hymn. Anth. IX, 524, 10, u. Sappho, Alc. bei Hephaest. p. 80, wenn nicht hier ἰόπλοκος zu schreiben, in der Bdtg des Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλόκος — lock of hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκος — ὁ, Α 1. ο πλόκαμος τής κόμης, πλεξούδα 2. στεφάνι («πλόκος ἀνθέων», Ευρ.) 3. χορδή τόξου 4. φρ. «πλόκος σελίνων» στεφάνι φτιαγμένο από σέλινα, το οποίο δινόταν ως βραβείο στα Ίσθμια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ τού ρ.… … Dictionary of Greek
πλοκός — ο, Ν 1. είδος πλεχτού φράκτη κήπων, χωραφιών, αμπελιών κ.ά. χώρων 2. πλεχτός φράκτης ιχθυοτροφείων και αστακοτροφείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλόκος (< πλέκω), με καταβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κρόκος: κροκός)] … Dictionary of Greek
πλόκοι — πλόκος lock of hair masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκον — πλόκος lock of hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκου — πλόκος lock of hair masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκους — πλόκος lock of hair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκων — πλόκος lock of hair masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκῳ — πλόκος lock of hair masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιόπλοκος — ἰόπλοκος, ον (Α) 1. ο πλεγμένος με ία 2. ο ιοπλόκαμος 3. επίθ. τού Βάκχου και τής Αφροδίτης 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἰόπλοκος ἰόπεπλος ἀπὸ τοῡ χρώματος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. κυανό πλοκος, χρυσεό πλοκος] … Dictionary of Greek
καλοπλόκος — καλοπλόκος, ὁ (Α) (γλώσσα) αυτός που υφαίνει ή που πλέκει με επιμέλεια, με επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, λινο πλόκος] … Dictionary of Greek