πνευματικός

πνευματικός

πνευματικός, zum Winde, Hauche, Athem gehörig, μόριον, Organ zum Athemholen, Medic.; – windig, dem Winde od. Blähungen ausgesetzt, voll von Winden od. Blähungen, Arist. u. sp. Medic.; auch trans., blähend u. aufblasend, Ath. VII, 291 c, βρωμάτων πνευματικὰ καὶ δύςπεπτα; Sp. auch = beseelt, geistig, N. T.; Ggstz σωματικός, Plut. de san. tu. p. 389; – πνευματικοί hieß auch eine Sekte von Aerzten, welche Alles aus dem πνεῦμα in Physiologie u. Pathologie erklären wollten. – Sp., wie N. T., auch adv.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνευματικός — of wind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… …   Dictionary of Greek

  • πνευματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πνεύμα: Από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα είναι και η πνευματική ελευθερία. 2. ο άυλος, ο ασώματος: Οι άγγελοι είναι πνευματικά όντα. 3. το αρσ. ως ουσ., ο πνευματικός ο εξομολογητής ιερέας, αλλιώς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνευματικά — πνευματικός of wind neut nom/voc/acc pl πνευματικά̱ , πνευματικός of wind fem nom/voc/acc dual πνευματικά̱ , πνευματικός of wind fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικώτερον — πνευματικός of wind adverbial comp πνευματικός of wind masc acc comp sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικωτέρων — πνευματικός of wind fem gen comp pl πνευματικός of wind masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικῶν — πνευματικός of wind fem gen pl πνευματικός of wind masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικόν — πνευματικός of wind masc acc sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικώτατον — πνευματικός of wind masc acc superl sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικαῖς — πνευματικός of wind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματικαί — πνευματικός of wind fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”