πνευματικός — of wind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… … Dictionary of Greek
πνευματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πνεύμα: Από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα είναι και η πνευματική ελευθερία. 2. ο άυλος, ο ασώματος: Οι άγγελοι είναι πνευματικά όντα. 3. το αρσ. ως ουσ., ο πνευματικός ο εξομολογητής ιερέας, αλλιώς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνευματικά — πνευματικός of wind neut nom/voc/acc pl πνευματικά̱ , πνευματικός of wind fem nom/voc/acc dual πνευματικά̱ , πνευματικός of wind fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικώτερον — πνευματικός of wind adverbial comp πνευματικός of wind masc acc comp sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικωτέρων — πνευματικός of wind fem gen comp pl πνευματικός of wind masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικῶν — πνευματικός of wind fem gen pl πνευματικός of wind masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικόν — πνευματικός of wind masc acc sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικώτατον — πνευματικός of wind masc acc superl sg πνευματικός of wind neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικαῖς — πνευματικός of wind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικαί — πνευματικός of wind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)