- ὰ-δήϊος
ὰ-δήϊος, Ap. Rh. 4, 647, wie ἀ-δῇος, Soph. O. C. 1536, unangefeindet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰ-δήϊος, Ap. Rh. 4, 647, wie ἀ-δῇος, Soph. O. C. 1536, unangefeindet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… … Dictionary of Greek
δήιος — δάιος hostile masc nom sg (epic) δήϊος , δάιος hostile masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενεδήιος — μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, ον (Α) αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α δήιος)] … Dictionary of Greek
POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… … Hofmann J. Lexicon universale
αδήϊος — ἀδήϊος και ἀδῇος και δωρ. ἀδάϊος, ον (Α) 1. αλεηλάτητος, απείραχτος 2. (για πρόσωπα) άβλαφτος, άθικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δήϊος] … Dictionary of Greek
δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] … Dictionary of Greek
δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… … Dictionary of Greek
δηάλωτος — δηιάλωτος και δηιάλωτος, ον (Α) ο αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί ή κατακτηθεί στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήϊος «καταστρεπτικός, ολέθριος» + αλωτός (< θ. αλω τού ρ. αλίσκομαι)] … Dictionary of Greek
δηίφοβος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Πρίαμου και της Εκάβης. Όταν πέθανε ο Πάρις, παντρεύτηκε την Ελένη, την οποία αγαπούσε από τότε που ζούσε ο αδελφός του. Ήταν μεταξύ εκείνων που αντιτάχθηκαν στην παράδοση της Ελένης… … Dictionary of Greek
δηιοτής — δηϊοτής ( ῆτος), η (Α) [δήϊος] 1. η μάχη, η συμπλοκή στη μάχη 2. η σφαγή, ο θάνατος … Dictionary of Greek
δηώνω — (AM δῃῶ) [δήιος] 1. λεηλατώ κάποια χώρα μετά την εισβολή μου σε αυτήν 2. καταστρέφω, κατερειπώνω, ρημάζω αρχ. 1. φονεύω, σφάζω 2. (για θηρία) κατασπαράζω 3. (για λόγχη) κόβω στα δύο 4. κουρεύω … Dictionary of Greek