- ἰνίον
ἰνίον, τό (eigtl. dim. von ἴς), die Muskeln am Hinterkopfe bis zum Halse, das Genick, Il. 5, 73. 14, 495; Theocr. 25, 64; Ggstz βρέγμα, Arist. H. A. 1, 7; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰνίον, τό (eigtl. dim. von ἴς), die Muskeln am Hinterkopfe bis zum Halse, das Genick, Il. 5, 73. 14, 495; Theocr. 25, 64; Ggstz βρέγμα, Arist. H. A. 1, 7; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίνιον — ἵνιον, τὸ (Α) [ιν (II)] (στους Αιγυπτίους) μέτρο υγρών, ο ξέστης* … Dictionary of Greek
ἵνιον — PLond. ined. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνίον — ἰνάω carry off by evacuations pres part act masc voc sg (epic doric ionic) ἰνάω carry off by evacuations pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) ἰνέω carry off by evacuations pres part act masc voc sg (doric) ἰνέω carry off by… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴνιον — ἴ̱νιον , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἴ̱νιον , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἰνάω carry off… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηθίνιον — κηθίνιον, τὸ (Α) κηθίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. ίνιον (πρβλ. κυτ ίνιον, σκιφ ίνιον)] … Dictionary of Greek
Инион — (от греч. ίνίον затылок) антропометрическое обозначение внешнего бугорка затылочной кости (protuberantia ocipfitalis externa). Брока различал шесть степеней развития И. от 0, соответствующего полному отсутствию бугорка, до максимального развития … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Инион — (от др. греч. ίνίον затылок) антропометрическое обозначение внешнего выступа затылочной кости (лат. protuberantia occipitalis externa). Брока различал шесть степеней развития иниона от 0, соответствующего полному отсутствию… … Википедия
ινίο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 370 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * το (ΑΜ ίνίον) [ις (Ι)] το πίσω και κάτω μέρος τής κεφαλής … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
ՇԻՇ 2 — ( ) NBH 2 0478 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 13c գ. ՇԻՇՔ ἱνίον occipitium, occiput. Ծոծորակ. ուլն. ողն. միջավայրք ականջաց եւ ուսոց. ... *Ընկէց ʼի խորխորատ մի ʼի վայր, եւ յանկանելն առնու հարուածս սաստիկ ʼի պարանոցին ʼի շիշսն. Պտմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Δελφίνιον — Δελφ̱ίνιον , Δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut nom/voc/acc sg Δελφίνιος festival of Apollo D. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)