- ἱμάσθλη
ἱμάσθλη, ἡ, der Peitschenriemen, die Peitsche, Il. 23, 582, ἵπποι ὁρμηϑέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσϑλης, Od. 13, 81; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 871; übh. Riemen, wie Opp. Cyn. 4, 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμάσθλη, ἡ, der Peitschenriemen, die Peitsche, Il. 23, 582, ἵπποι ὁρμηϑέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσϑλης, Od. 13, 81; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 871; übh. Riemen, wie Opp. Cyn. 4, 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμάσθλη — ἱμάσθλη, ἡ (Α) 1. μαστίγιο 2. πηδάλιο πλοίου 3. λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάσσω συνδέεται με τον τ. μάσθλης*] … Dictionary of Greek
ἱμάσθλη — thong fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμάσθλῃ — ἱμάσθλη thong fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμάσθλαις — ἱμάσθλη thong fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμάσθλην — ἱμάσθλη thong fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμάσθλης — ἱμάσθλη thong fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… … Dictionary of Greek
ἱμάσθλας — ἱμάσθλᾱς , ἱμάσθλη thong fem acc pl ἱμάσθλᾱς , ἱμάσθλη thong fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
ύθλος — ὁ, ΜΑ ανόητη φλυαρία, μωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σχηματισμένος με το σπάνιο επίθημα θλ ος (πρβλ. ἄεθλος, ἰμάσθλη). Κατά μία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το θ. τού ρ. ὕει «βρέχει» (πρβλ.… … Dictionary of Greek