ὰν-ομοιό-πτωτος

ὰν-ομοιό-πτωτος

ὰν-ομοιό-πτωτος, mit ungleichen Casus, Gramm.; συντάττειν Choerob. p. 1316.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημίπτωτος — η, ο (Α ἡμίπτωτος, ον) μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ πτωτος, ομοιό πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • ορθόπτωτος — ὀρθόπτωτος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στην ορθή, δηλ. στην ονομαστική πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. ομοιό πτωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”