- ἴθμα
ἴθμα, τό, Gang, Bewegung überhaupt; αἱ δὲ βάτην τρήρωσι πελειάσιν ἴϑμαϑ' ὁμοῖαι Il. 5, 778; h. Ap. 114; Callim. Cer. 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴθμα, τό, Gang, Bewegung überhaupt; αἱ δὲ βάτην τρήρωσι πελειάσιν ἴϑμαϑ' ὁμοῖαι Il. 5, 778; h. Ap. 114; Callim. Cer. 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίθμα — ἴθμα, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ ἴθματα α) ίχνη, πατήματα, βήματα β) κίνηση γ) τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. εἶμι που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. και επίθημα θμα, το οποίο αποτελεί παρέκταση με θ τής κατάλ. μα (πρβλ. άσθμα). Η λ.,… … Dictionary of Greek
ἴθμα — ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴθμασι — ἴθμα ibo neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴθμασιν — ἴθμα ibo neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴθματα — ἴθμα ibo neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴθμαθ' — ἴθματα , ἴθμα ibo neut nom/voc/acc pl ἴθματι , ἴθμα ibo neut dat sg ἴθματε , ἴθμα ibo neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴθματ' — ἴθματα , ἴθμα ibo neut nom/voc/acc pl ἴθματι , ἴθμα ibo neut dat sg ἴθματε , ἴθμα ibo neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… … Dictionary of Greek
ίθμη — ἴθμη, ἡ (Α) οδός, διάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴ θμη, με τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. εἶμι (πρβλ. ίθμα)] … Dictionary of Greek
ίχματα — ἴχματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἴχνια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. τού τ. ἴθματα «βήμα, κίνηση» (< εἶμι), βλ. ίθμα] … Dictionary of Greek
ei- — ei English meaning: to go Deutsche Übersetzung: “gehen” Note: extended ei dh , ei gh , i tü and i̯ ü , i̯ ē : i̯ō : i̯ǝ Material: O.Ind. ēmi, ēti, imáḥ, yánti “go”, Av. aēiti, yeinti, O.Pers. aitiy “goes”, themat. Med.… … Proto-Indo-European etymological dictionary