- ἰξο-βόλος
ἰξο-βόλος, Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξο-βόλος, Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οϊστοβόλος — ὀϊστοβόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ιξο βόλος, τοξο βόλος] … Dictionary of Greek