- ἴθυνσις
ἴθυνσις, ἡ, das Gerademachen, Richten, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴθυνσις, ἡ, das Gerademachen, Richten, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίθυνσις — ἴθυνσις, ἡ (Α) [ιθύνω] το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, η εύθυνση* … Dictionary of Greek