- ἴορκος
ἴορκος, ὁ, ein hirschartiges Thier, vgl. δόρξ, δορκάς, Opp. Cyn. 3, 3, δόρκους ὄρυγάς τε καὶ αἰγλήεντας ἰόρκους, vgl. 2, 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴορκος, ὁ, ein hirschartiges Thier, vgl. δόρξ, δορκάς, Opp. Cyn. 3, 3, δόρκους ὄρυγάς τε καὶ αἰγλήεντας ἰόρκους, vgl. 2, 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίορκος — ἴορκος, ὁ (Α) η δορκάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από τη Γαλατική (βλ. και λ. δορκάς)] … Dictionary of Greek
ἰόρκους — ἴορκος an animal of the deer kind masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… … Dictionary of Greek
i̯ork- — i̯ork English meaning: a kind of roebuck Deutsche Übersetzung: “Tier from the Gruppe the Rehe” Material: Gk. ζόρξ, ζορκάς, with folk etymology connection an δέρκομαι mostly δόρξ, δορκός; δορκάς f., δόρκος m. “roe deer, gazelle “;… … Proto-Indo-European etymological dictionary